Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

28η Οκτωβρίου 1940 - 28η Οκτωβρίου 2014 - Εδώ και 74 χρόνια...




28η Οκτωβρίου 1940...

Μια ημέρα που θα μπορούσε να είναι σαν όλες τις άλλες, αλλά που τελικά σφράγισε την ελληνική ιστορία και τις μνήμες του λαού μας...

Πέρασαν ήδη 74 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ιωάννης Μεταξάς δεχόταν στην πρωθυπουργική του κατοικία, στις 3 τα ξημερώματα, τον πρεσβευτή της Ιταλίας κόμη Εμμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος (εκτελώντας "το πιο θλιβερό του καθήκον", όπως ομολόγησε πολλά χρόνια αργότερα) επέδωσε ένα τελεσίγραφο με το οποίο η Ιταλία ζητούσε από την Ελλάδα να απαντήσει μέσα σε 3 ολόκληρες ώρες (ως τις 6 τα ξημερώματα) αν θα επιτρέψει στον στρατό της γείτονος χώρας να καταλάβει ορισμένες στρατηγικές θέσεις στη χώρα μας για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Ένα τελεσίγραφο τόσο ιταμό και τόσο προκλητικό που δεν ανέφερε καν ποιες ήταν αυτές οι στρατηγικές θέσεις.

Αν και τα προειδοποιητικά-απειλητικά σημάδια είχαν γίνει φανερά πολλούς μήνες νωρίτερα (ιδιαίτερα μετά τον τορπιλισμό του καταδρομικού "Έλλη" στο λιμάνι της Τήνου, τον Δεκαπενταύγουστο του 1940), αν και η απόφαση για την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου είχε ήδη ληφθεί από τις 15 Οκτωβρίου (με τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι να μεταθέτει την ημερομηνία επίθεσης από τις 26 στις 28 του μηνός προκειμένου να συμπέσει με τη 18η επέτειο της Πορείας προς τη Ρώμη, η οποία έφερε τους φασίστες στην εξουσία το 1922), αν και η ελληνική κατασκοπεία είχε πληροφορήσει επαρκώς και εγκαίρως τον Ιωάννη Μεταξά για κάθε κίνηση της ιταλικής ηγεσίας, ουδείς περίμενε ότι το χτύπημα της Ιταλίας θα ήταν τόσο αιφνιδιαστικό.


Όμως ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν προετοιμασμένος για όλα και δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή. Η απάντηση που έδωσε στον κόμη Γκράτσι ήταν λακωνική και αντικατόπτριζε τα συναισθήματα ενός ολόκληρου λαού:

«Donc, Monsieur c'est la guerre» («Λοιπόν, Κύριέ μου έχουμε πόλεμο!»)

Η πρόθεση των Ιταλών να αιφνιδιάσουν ήταν τόσο έκδηλη που, παρά το γεγονός ότι η διορία του τελεσιγράφου έληγε στις 6 το πρωί, η επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα ξεκίνησε στις 5:30 το πρωί! Την ώρα, δηλαδή, που το το ραδιόφωνο μετέδιδε διαρκώς το περίφημο πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου:

«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της 5:30 πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».



Η απόφαση της Ελλάδας να αντισταθεί προκαλεί αυθημερόν εκδηλώσεις θαυμασμού, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και τις χώρες της Κοινοπολιτείας. Σταδιακά αρχίζουν να καταφθάνουν δεκάδες μηνύματα συμπαράστασης, με πρώτο αυτό του βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιου ΣΤ', που τονίζει: «Η υπόθεσίς σας είναι και ιδική μας υπόθεσις». Στο ίδιο μήκος κύματος και το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ: «Θα σας παράσχομεν όλην την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον του κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τουρκικός Τύπος δεν φείσθηκε διθυραμβικών επαίνων για το «ΟΧΙ». Η «Ικδάμ» έγραφε στις 29 Οκτωβρίου «Ζήτω η Ελλάς! Είμαστε υπερήφανοι, που έχουμε σύμμαχο ένα τέτοιο έθνος», ενώ η «Βακίτ» ανέφερε την Ελλάδα ως «αλησμόνητο για όλο τον κόσμο παράδειγμα γενναιότητας»...

Από καθαρά τεχνοκρατικής άποψης οι πιθανότητες ήταν υπέρ των Ιταλών. Ένας άρτια εξοπλισμένος και πολυπληθής στρατός, με ηθικό αρκετά ανεβασμένο και ορμώμενος από τα φασιστικά ιδεώδη περί ανασύστασης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επιτίθετο σε μια Ελλάδα η οποία μπορεί μεν να είχε προετοιμαστεί εντατικά για πόλεμο αλλά είχε στρέψει την προσοχή της από καιρό προς την γειτονική Βουλγαρία, με αποτέλεσμα πολλοί να εκτιμούν -ίσως όχι άδικα- ότι η χώρα μας ήταν πρακτικά ανοχύρωτη από την πλευρά της Αλβανίας.

Είπαμε, όμως: από καθαρά τεχνοκρατικής άποψης. Διότι στην πράξη τα πάντα θα ανατρέπονταν.


Μετά από πολλά χρόνια εθνικών και πολιτικών διχασμών η -τόσο απαραίτητη- ομοψυχία επέστρεψε στον ελληνικό στρατό και την ελληνική κοινωνία (είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο φυλακισμένος τότε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης κάλεσε τους Έλληνες "σε συναγερμό εναντίον του δολοφονικού φασισμού του Μουσολίνι"), και εκφράστηκε με τον καλύτερο τρόπο τόσο στην πρώτη γραμμή όσο και στα μετόπισθεν (με τις θρυλικές Ηπειρώτισσες γυναίκες που κουβαλούσαν αγόγγυστα πολεμοφόδια και τρόφιμα στους στρατιώτες, αλλά ακόμα και με θεατρικές επιθεωρήσεις στην Αθήνα).

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ψύχραιμη στάση και τις ορθές επιλογές που κράτησαν οι Έλληνες αξιωματικοί -και με τα λάθη της ιταλικής στρατιωτικής ηγεσίας- αλλά και τις ιδιαίτερα άσχημες καιρικές συνθήκες (οι οποίες παραδοσιακά ευνοούν τους αμυνόμενους) είχαν σαν αποτέλεσμα η ιταλική επίθεση να ανατραπεί στα βουνά της Πίνδου και ο  ιταλικός στρατός να επιστρέψει καταδιωκόμενος στα αλβανικά εδάφη μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα.

Η συνέχεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή σε όλους. Το μεγαλύτερο μέρος της Βορείου Ηπείρου (μιας περιοχής με πυκνό ελληνικό πληθυσμό) απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό -σε μια μορφή εκδίκησης για τις προσπάθειες των Ιταλών να αποδώσουν την περιοχή στην νεοσύστατη Αλβανία, την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων-, ενώ η Ελλάδα κέρδισε την αιώνια δόξα και κατατρόπωσε τον μύθο του αήττητου του Άξονα Γερμανίας-Ιταλίας-Ιαπωνίας, αναπτερώνοντας το ηθικό των λαών της υπόλοιπης Ευρώπης και δείχνοντας τον δρόμο για την τελική επικράτηση των Συμμάχων στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο...


Το Μέτωπο

Το μέτωπο είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ’ ολοκλήρου ορεινή και εξαιρετικά δύσβατη περιοχή, με την οροσειρά της Πίνδου να χωρίζει το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας. Ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Η υποχώρηση των Ελλήνων άρχισε στις 12 Απριλίου του 1941, οπότε και στο πλευρό των Ιταλών είχαν αρχίσει να προελαύνουν οι Γερμανοί.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν «σφραγίστηκαν» με την πτώση της Κρήτης, τον Μάιο του 1941: ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα και, για τα επόμενα τρία χρόνια, υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.

Ο εορτασμός του "Όχι"

Η άρνηση του Μεταξά πέρασε στον τότε ελληνικό Τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Μάλιστα, αυτούσια η λέξη παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1940.

Η επέτειος γιορτάστηκε πρώτη φορά το 1941: στο προαύλιο του πανεπιστημίου Αθηνών, έγιναν ομιλίες από φοιτητές, ενώ την παραμονή είχε μιλήσει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, που αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την 28η Οκτωβρίου, με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο.

Η δεύτερη επέτειος γιορτάστηκε την Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, ενώ το 1943 ο εορτασμός, που έγινε στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά, διακόπηκε από Γερμανούς, που υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ και έστειλαν είκοσι άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η πρώτη επίσημη επέτειος έγινε το 1944, με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1952, η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε η γιορτή της Αγίας Σκέπης να μεταφερθεί από την 1η Οκτωβρίου στις 28 του μήνα, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου